Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Μνημόνιο ή όχι μνημόνιο; Ιδού το (λάθος) ερώτημα

του Γιάννη Βούλγαρη (από http://www.ananeotiki.gr/)
Η μάχη της ορολογίας αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο κάθε μείζονος πολιτικής σύγκρουσης. Στην ορολογία συμπυκνώνονται αναλύσεις, στόχοι, συλλογικές θελήσεις και αξίες. Τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα επιδιώκουν να καθιερώσουν τη δική τους περιγραφή της κατάστασης, να καταστήσουν κοινό το δικό τους λεξιλόγιο, να επιβάλουν το δικό τους πολιτικό δίλημμα, να το συναρτήσουν με τις δικές τους ηθικές- πολιτισμικές αξίες.
Στην παρούσα φάση, ακούγεται συχνά ότι το βασικό δίλημμα είναι «μνημόνιο ή όχι». Υποτίθεται ότι αυτή η αντιπαράθεση, αυτό το δίλημμα, αυτή η σύγκρουση, θα αναδιατάξει το πολιτικό - κομματικό τοπίο τα επόμενα χρόνια (θα χαράξει τη νέα «διαιρετική τομή» θα λέγαμε με όρους πολιτικής επιστήμης). Η μάχη της ορολογίας που εν προκειμένω διεξάγεται είναι προφανής και συνίσταται στη μετατόπιση του ερωτήματος με επίσης προφανή καιροσκοπική πρόθεση. Είναι σαν να λες σε έναν που πάσχει από ελονοσία «κινίνο ή όχι» αντί του πολύ πιο πραγματικού διλήμματος «κινίνο ή θανατηφόρος πυρετός». Γιατί το πραγματικό ερώτημα ήταν «μνημόνιο ή χρεοκοπία». Ουσιαστικά μόνο ένα μικρό μέρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς θα διάλεγε τη χρεοκοπία (τη «στάση πληρωμών στις ξένες τράπεζες» όπως λένε) πιστεύοντας ότι θα ήταν απαρχή ριζικότερων πολιτικών ανατροπών. Ελάχιστοι μεταξύ του κοινοβουλευτικού προσωπικού θα αποδέχονταν αυτήν την επιλογή. 
Διέξοδος
Ασχέτως πώς καταμετρούν τις ευθύνες, οι περισσότεροι ξέρουν ότι το μνημόνιο ήταν στις δεδομένες συνθήκες η λιγότερο επαχθής διέξοδος, ότι περιέχει μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης σκληρά αλλά αναγκαία, ότι μερικά μέτρα θα μπορούσε να ήταν ηπιότερα για τα χαμηλά στρώματα αν η δημόσια διοίκηση λειτουργούσε καλύτερα και μπορούσε να κάνει επιλεκτικότερες παρεμβάσεις (π.χ. στο κόψιμο των επιδομάτων), ότι άλλα μέτρα εκπορεύονται από τις ιδεολογικές προτιμήσεις των διεθνών οργανισμών και την άγνοιά τους για την ελληνική πραγματικότητα (π.χ. η αρχική ιδίως πίεση για το εργατικό κόστος στον ιδιωτικό τομέα) και τέλος, ότι περιλαμβάνεται μια σειρά μεταρρυθμίσεων που έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να κάνουμε (π.χ. περιορισμός φοροδιαφυγής, διαφάνεια, περιορισμός δαπανών στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ). Για τις ανάγκες όμως της αντιπολιτευτικής δημαγωγίας, όλα αυτά πρέπει να κρυφτούν πίσω από την εικόνα του «μνημονίου- σκιάχτρου», του μνημονίου ως εξωγενούς απόλυτου κακού, χωρίς εσωτερικές αξιολογήσεις και ενδεχόμενες βελτιώσεις. Η εξ αριστερών αντιπολιτευτική δημαγωγία αποσκοπεί στον μετριοπαθή στόχο να κόψει λίγα ποσοστά από το ΠΑΣΟΚ. Η εκ δεξιών του κ. Σαμαρά ελπίζει στη γρήγορη επάνοδο στην εξουσία, ποντάροντας ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια για το μνημόνιο θα θολώσει τη μνήμη για το ποια παράταξη έφερε το μνημόνιο.
Τι διακυβεύεται;
Μπορεί να πετύχει η δημαγωγική αντιπολίτευση με αιχμή το «μνημόνιο ή όχι»; Δεν αποκλείεται, αν και μου φαίνεται πιθανότερο οι πολίτες να επιβραβεύσουν μια κυβέρνηση που θα έχει πετύχει το 2013 να επαναφέρει την Ελλάδα στις διεθνείς αγορές, εφόσον βέβαια το κόμμα- ΠΑΣΟΚ δεν έχει μετατραπεί σε πεδίο αδυσώπητου εμφυλίου. Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό. Ο προσδιορισμός της σημερινής συγκυρίας με το δίλημμα «μνημόνιο ή όχι» διαστρεβλώνει και πάλι την πραγματική κατάσταση της χώρας και εμποδίζει για μια ακόμα φορά την εθνική αυτογνωσία. Ή αλλιώς, ερωτήματα: πώς φτάσαμε εδώ; Γιατί χρειάστηκε ο «εξωτερικός καταναγκασμός» προκειμένου να πάρουμε τα μέτρα που προφανώς έπρεπε να είχαμε λάβει μόνοι μας ώστε να μη χρεοκοπήσουμε; Γιατί δεν σταθήκαμε ικανοί να μεταρρυθμίσουμε ένα Ασφαλιστικό που εμφανώς όδευε στη χρεοκοπία; Γιατί επικυρώσαμε και πάλι στο νέο Ασφαλιστικό έντονες κοινωνικές ανισότητες εις βάρος των ασθενέστερων; Ποιοι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί και συνασπισμοί ωθούν σχεδόν νομοτελειακά στην απραξία, στη δημοσιονομική κρίση και στην καταλήστευση του δημόσιου χώρου; Η πρόταξη του διλήμματος «μνημόνιο ή όχι» εστιάζοντας στο φάρμακο και όχι στην ασθένεια, δημιουργεί όλες τις αρνητικές προϋποθέσεις ώστε η Ελλάδα να διασχίσει την εθνική κρίση χωρίς να κάνει ένα βήμα προς τη νέα αυτογνωσία, με παραπλανητική εικόνα για τον εαυτό της, με περιορισμένα διορθωτικά μερεμέτια που θα αναπαράγουν τις αδυναμίες, τις ανισότητες και τις πολιτικές νοοτροπίες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Μια Ελλάδα που μετά τη διάσωσή της θα είναι φτωχότερη, θα αναπτύσσεται βραδύτερα και θα έχει τις ίδιες σαθρές δομές.
Αλλαγή
Γι΄ αυτό χρειάζεται να επιμείνουμε στη μάχη της ορολογίας. Να ορίσουμε τη συγκυρία με όρους αναγκαίων δομικών αλλαγών και δομικών μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα συνεχίζει να είναι θανάσιμα εκτεθειμένη σε κάθε αρνητικό γύρισμα της διεθνούς συγκυρίας, κυρίως όμως κινδυνεύει να παγιδευτεί σε έναν μεγάλο κύκλο ασθενικής ανάπτυξης και περιορισμένης απασχόλησης. Πρέπει λοιπόν γρήγορα να φέρουμε στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου την ανάγκη μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής, διατυπωμένης και αποφασισμένης από εμάς, που να περιλαμβάνει το μνημόνιο, αλλά ταυτόχρονα να το υπερβαίνει και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τον χρόνο. Κάθε εθνική στρατηγική προϋποθέτει και χρειάζεται μια νέα «εικόνα της Ελλάδας». Πόσω μάλλον που η παλαιά εικόνα της «μεταπολιτευτικής Ελλάδας» έχει κομματιαστεί ανεπανόρθωτα. Αν μείνουμε ακίνητοι να τη θωρούμε, θα είναι σαν να αρκούμαστε σε είδωλα του παρελθόντος: κόμματα χωρίς πολιτική, πολιτική χωρίς σχέδιο, συνδικάτα συνδικαλιστών χωρίς εργαζόμενους, εθνοφανφάρες που θα αντανακλούν τη γεωπολιτική περιθωριοποίηση, κρατισμός χωρίς πόρους, πελατειακές σχέσεις χωρίς δυνατότητα πελατειακών διορισμών, μεσαία στρώματα όλο και πιο ιδιοτελή, συντεχνίες όλο και πιο εγωιστικές, λαϊκά στρώματα χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς στην καθημερινότητά τους.
Πρόκληση
Για λόγους που ακόμα δεν έχουμε εξηγήσει επαρκώς, οι αναγεννητικές δυνάμεις και οι πολιτικές κοινωνικές ηγεσίες που θα πρωτοστατήσουν σε μια νέα προοπτική φαίνεται ότι θα προέλθουν και πάλι από τον ευρύτερο αστερισμό της Κεντροαριστεράς, της δημοκρατικής Αριστεράς, της οικολογίας, του προοδευτικού ευρωπαϊσμού. Η Δεξιά κινδυνεύει για άλλη μια φορά, την ώρα που η Ελλάδα θα αλλάζει πρόσωπο για να ορθοποδήσει εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης, να έχει μείνει μόνο στα «όχι». Τη συνέχεια την ξέρουμε πια και είναι για όλους μας βλαβερή. Όταν έρθει η ώρα να κυβερνήσει, θα ξαναπροσφέρει στον τόπο μια άθλια διαχείριση και ένα ανερμάτιστο πολιτικό προσωπικό.
Είναι έτοιμος ο προοδευτικός αστερισμός να ανταποκριθεί στη νέα εθνική πρόκληση; Όχι, αλλά έχει τον ιστορικό δυναμισμό να το κάνει, αναμορφώνοντας τον εαυτό του. Οι δύο μεγάλοι στόχοι της νέας στρατηγικής είναι αφενός η αναβάθμιση της Ελλάδας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας και στην παγκοσμιοποιημένη Πολιτική, αφετέρου η μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χαμηλών στρωμάτων και της επισφαλούς εργασίας. Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Αριστερά διαμορφώθηκαν στη Μεταπολίτευση κυρίως ως κόμματα της διανομής και της κατανάλωσης. Οι ανάγκες και η κουλτούρα της παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας και της υγιούς θεσμικής υποστήριξης των επιχειρηματικών δυνάμεων, ήρθαν σε δεύτερη μοίρα για να το πούμε μετριοπαθώς. Επίσης, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Αριστερά στήριξαν και στηρίχτηκαν στη διεύρυνση των μεσαίων στρωμάτων με βάση το κράτος και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πάνω σε αυτήν την κοινωνική βάση έφτιαξαν το κράτος πρόνοιας και τις κοινωνικές πολιτικές, εξασφαλίζοντας τούς «μέσα» και αφήνοντας απροστάτευτους τούς «έξω» (όπως συνέβη σε όλα τα κράτη πρόνοιας της Νότιας Ευρώπης).
 Ο νέος προοδευτικός αστερισμός πρέπει λοιπόν να αναστοχαστεί τον εαυτό του, τη διαδρομή του, την πολιτική- προγραμματική κουλτούρα του, προκειμένου να ανταποκριθεί στη νέα ιστορική φάση που πηγαίνει πολύ πέρα από το μνημόνιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: